θεμερωπις

θεμερωπις
    θεμερῶπις
    θεμερ-ῶπις
    -ιδος adj. f
    1) серьезный, спокойный, уравновешенный, медлительно-важный
    

(ἁρμονίη Emped.)

    2) благоговейный, тихий, кроткий
    

(αἰδώς Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θεμερωπις" в других словарях:

  • θεμερώπις — θεμερῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις] …   Dictionary of Greek

  • θεμερῶπις — grave and sedate of look fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμερῶπιν — θεμερῶπις grave and sedate of look fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία …   Dictionary of Greek

  • dhem-, dhemǝ- —     dhem , dhemǝ     English meaning: to smoke; to blow     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, rauchen (Rauch, Dunst, Nebel; nebelgrau, rauchfarben = dũster, dunkel), wehen, blasen (hauchen = riechen)”     Material: O.Ind. dhámati “blows” (dhami… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»